www.biopoiotita.gr

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

Εξαγωγές στη Ν. Ζηλανδία: Μείωση στο λάδι - αύξηση στις ελιές


Οι συνολικές εισαγωγές ελαιόλαδου παρουσίασαν σημαντική μείωση περίπου 17% έναντι του 2011. Το ελληνικό ελαιόλαδο κατέκτησε ποσοστό 1,7% της αγοράς, έναντι 0,77% το 2011. Παρά ταύτα το ποσοστό κρίνεται πολύ μικρό. Το 2012 ήταν μία ακόμη επανάληψη της κατάστασης που επικρατεί στην αγορά ελαιόλαδου, με την Ελλάδα να βρίσκεται ουραγός με τεράστια διαφορά από τις ανταγωνίστριες χώρες.
Παρά το έντονο ενδιαφέρον πληθώρας εξαγωγέων ελληνικού ελαιόλαδου και δεδομένης της υπεροχής των ελληνικών ελαιόλαδων δεν κατέστη δυνατή η απόκτηση ακόμη μεγαλύτερου μέρους της αγοράς. Εισαγωγέας που δραστηριοποιείται στη αγορά την τελευταία τριετία, μας εδήλωσε οτι στόχος του είναι η απόκτηση του 2% της αγοράς. (Ηδη το 2012 είχε αυξημένες εισαγωγές σε σχέση με το 2011.) Εμπορεύεται το ελαιόλαδο ‘Ιλιάδα’ το οποίο μαζί με το ‘Lepanto’, κατέχουν το σημαντικότερο ποσοστό μεταξύ των ελληνικών ελαιόλαδων.


Παρατηρήθηκε σημαντική μείωση στις εισαγωγές ελαιόλαδου από Ιταλία και Ισπανία και πολύ μεγάλη αύξηση των εισαγωγών κατά 95% από Αυστραλία. (Πίνακες 1 & 5). Αν και το ραφινέ κατέχει το 61% των εισαγωγών από Αυστραλία, το έξτρα παρθένο είναι εξαιρετικής ποιότητας και διατίθεται σε αρκετά ανταγωνιστικές τιμές και συχνά σε προσφορά με τιμές άκρως ανταγωνιστικές. Διατίθεται αποκλειστικά από την αυστραλιανή αλυσίδα σουπερμάρκετ ‘Countdown’ η οποία την τελευταία πενταετία έχει προβεί σε ανανέωση και επέκταση των καταστημάτων της σε όλη τη χώρα, έχοντας αποσπάσει σημαντικό μερίδιο του ανταγωνισμού.


Σχετικά με την παραγωγή νεοζηλανδικού ελαιόλαδου δεν υπάρχουν επικαιροποιημένα στατιστικά στοιχεία. Οι πληροφορίες που υπάρχουν είναι ελάχιστες. Η Ενωση Ελαιοπαραγωγών δεν δημοσιεύει παρά ελάχιστα στοιχεία και αυτά κατά πολύ αραιά χρονικά διαστήματα. Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις παρουσίαζαν συνεχή άνοδο από την δεκαετία του ’80 μέχρι και το 2003 και καταλάμβαναν έκταση 27,32 τετρ. χλμ. Για λόγους που δεν έχουν γίνει γνωστοί, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις μειώθηκαν και τον Ιούνιο 2012 καταλάμβαναν έκταση 16,57 τετρ. χλμ.


Οι τιμές λιανικής πώλησης παρέμειναν στα ίδια επίπεδα με το 2011. Η ισοτιμία του Ευρώ έναντι του $ΝΖ είχε πολύ μικρές διακυμάνσεις και κατ’ ουσία παρέμεινε σταθερή καθ’ όλη τη διάρκεια του 2012.


Το τοπίο στην αγορά ελαιόλαδου στη Νέα Ζηλανδία είναι συγκεχυμένο, δεδομένου ότι οι δύο μεγάλες ιταλικές και ισπανικές εταιρείες, οι οποίες δημιουργούν νέες ‘ποικιλίες΄ μη παρθένου ελαιόλαδου όπως, pure, light, extra light, mild. Παρατηρείται δε το φαινόμενο αρκετές από αυτές τις κατηγορίες να πωλούνται συχνά, ιδίως τα ισπανικά ελαιόλαδα, ακριβότερα από το έξτρα παρθένο. Το ελληνικό ελαιόλαδο δεν είναι άμεσα ορατό στον καταναλωτή και θα πρέπει να το αναζητήσει, κάτι που συνήθως δεν συμβαίνει. Ο νεοζηλανδός καταναλωτής έχει συνδέσει στο άκουσμα της λέξης Ιταλία, τη μόδα, τα αυτοκίνητα, τον καφέ, τα τυριά και το ελαιόλαδο.


Η πλειοψηφία των Ελλήνων εξαγωγέων που ενδιαφέρονται για την αγορά της Νέας Ζηλανδίας, εμπορεύονται ελαιόλαδα προοριζόμενα για αγορές τύπου ‘boutique’ η ‘delicatessen’ σε συσκευασίες όχι μεγαλύτερες των 750ml. Η αγορά αυτή κυριαρχείται από το νεοζηλανδικό ελαιόλαδο το οποίο είναι εξαιρετικής ποιότητας. Λόγω της μικρής παραγωγής ελαιόλαδου και της ύπαρξης πολυάριθμων (άνω των 200) μικροπαραγωγών, εκμεταλεύονται την αδυναμία διάθεσης ελαιόλαδου σε προσιτές τιμές, με τη δημιουργία ελκυστικών συσκευασιών και απευθύνονται σε τοπικά, όσο και διεθνώς αναγνωρισμένα εστιατόρια για να διαθέσουν τα προϊόντα τους. Τα οποία διατίθενται στην αγορά αμέσως μετά την εμφιάλωση. Δεν είναι τυχαίο οτι δεν υπάρχει ανάλογο προϊόν από τις δύο μεγάλες εταιρείες, οι οποίες στοχεύουν στην ευρεία κατανάλωση. Αυτός πρέπει να είναι και ο κύριος στόχος του ελληνικού ελαιόλαδου, με επίκεντρο την ενημέρωση του καταναλωτή οτι ποιοτικό ελαιόλαδο είναι μόνο το έξτρα παρθένο.




Στην κατηγορία των φυτικών ελαίων όμως κυκλοφορεί και ένα άλλο με πολαπλάσια κατανάλωση από το ελαιόλαδο για το οποίο δεν έχει γίνει ποτέ λόγος στα ΜΜΕ και είναι αμφίβολης ποιότητας καθώς υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις. Πρόκειται για το έλαιο της ελαιοκράμβης (rapeseed oil). Χρησιμοποιείται αποκλειστικά σχεδόν από τις βιομηχανίες τροφίμων. Ολα σχεδόν τα βιομηχανοποιημένα τρόφιμα που περιέχουν φυτικά λιπαρά, το κραμβέλαιο είναι το βασικό συστατικό τους. Χρησιμοποιείται δέ και από όλες σχεδόν τις βιομηχανίες άρτου (πακεταρισμένο σε φέτες). Η εμπορική του ονομασία είναι canola oil. (Προέρχεται από την σύμπτυξη των λέξεων Canada και oil.



Ο Καναδάς είναι από τις μεγαλύτερες παραγωγές χώρες ελαιοκράμβης.) Το προϊόν στην αρχική του μορφή είναι ακατάλληλο για τροφή και χρησιμοποιείται για παραγωγή βιοκαυσίμων. Με κατάλληλες χημικές επεξεργασίες κατέστη δυνατή η χρήση του από τις βιομηχανίες τροφίμων, λόγω του χαμηλού κόστους (1/3 περίπου της τιμής του ελαιόλαδου). Χρησιμοποιείται επίσης και από τις διάφορες αλυσίδες Fast food, καθώς και από τις χιλιάδες επιχειρήσεις fish and chips για το τηγάνισμα. Συνήθως χρησιμοποιείται μείγμα ηλιέλαιου η βαμβακέλαιου διότι από μόνο του αφήνει αίσθηση ταγγίσματος.  Διατίθεται και από όλες τις αλυσίδες σουπερμάρκετ και διαφημίζεται μάλιστα ως το ιδανικό σπορέλαιο για κάθε οικιακή χρήση, με ευεργετικά αποτελέσματα στον οργανισμό. (Πολυακόρεστα, βιταμίνη Ωμέγα3 κλπ.) Η κατανάλωσή του, από το 2007 και εντεύθεν, παρουσιάζει αλματώδη αύξηση, πολύ μεγαλύτερη από το ελαιόλαδο. (Πίνακας 8).


Τα τελευταία επίσης χρόνια αυξάνεται σημαντικά η χρήση ρυζέλαιου για οικιακή χρήση, με τη διαφήμισή του να στρέφεται εμμέσως εναντίον του ελαιόλαδου. Δεν υπάρχουν στατιστικά στοιχεία για τις ακριβείς αξίες εισαγωγής, αλλά στην δασμολογική κλάση στην οποία υπάγεται και το ρυζέλαιο, οι εισαγωγές ανήλθαν στα 23 εκ. $ΝΖ. Πιθανότατα το σύνολο σχεδόν του ποσού αποδίδεται στο ρυζέλαιο, διότι το σογιέλαιο, φοινικέλαιο κλπ, ανήκουν σε άλλη δασμολογική κατηγορία.


Δεδομένης της οικονομικής χρήσης, η αγορά ελαιόλαδου αντιμετωπίζει σίγουρα προβλήματα μεγαλύτερης αποδοχής από το κοινό. Η μείωση που παρατηρήθηκε το 2012, είναι μία δυσμενής ένδειξη. Η κατά κεφαλή κατανάλωση είναι ακόμη πολύ μικρή και υπάρχουν τεράστια περιθώρια αύξησης.  Η πιθανή αύξηση της νεοζηλανδικής παραγωγής θα είναι σίγουρα μία αισιόδοξη ένδειξη, καθ’ οτι οι μικροπαραγωγοί εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές, οι οποίες ανήλθαν στις 465.000 $ΝΖ, έναντι 461.000 $ΝΖ το 2011. Ποσά εμφανώς μειωμένα σε σχέση με την περίοδο 2008-2010 όπου οι εξαγωγές ανήλθαν μέχρι τις 800.000 $ΝΖ.(Πίνακας 2). Η μείωση πρέπει να ωφείλεται εν μέρει στο γεγονός οτι η εντόπια κατανάλωση αποροφά μεγαλύτερες ποσότητες. Στα ράφια των καταστημάτων εμφανίζονται συνεχώς και νέα ονόματα. Οι Η.Π.Α. καθώς και τα Νησιά Κούκ απορρόφησαν έκαστη 18% των εξαγωγών. Αποστέλλουμε συνημμένα DVD (σε μορφή δεδομένων) της Ενωσης Ελαιοπαραγωγών Νέας Ζηλανδίας, για την προώθηση του νεοζηλανδικού ελαιόλαδου.
           

Επιτραπέζιες ελιές


Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά οι ελληνικές επιτραπέζιες ελιές κατέκτησαν το μεγαλύτερο ποσοστό της αγοράς με 45%, έναντι 39% το 2011. Η συνολική ζήτηση μειώθηκε περίπου 7%, αλλά οι εξαγωγές ελληνικών ελαιών παρουσίασαν αύξηση περίπου 8% (Πίνακας 3). Τα αποτελέσματα είναι πολύ αισιόδοξα και όπως έχουμε επαναλάβει στο παρελθόν, αποτελούν παράδειγμα για την πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί για την διάθεση του ελληνικού ελαιόλαδου στην νεοζηλανδική αγορά μέσω των μεγάλων εταιρειών διανομών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου